Κως, 1970
Μόλις την πήραν χαμπάρι, σούσουρο ζωντάνεψε την ανοιξιάτικη πρωινή γαλήνη στο ταβερνάκι που ακόμα σέρβιρε καφέδες στους λιγοστούς θαμώνες, ανάμεσά τους και ο ζωγράφος. Από τους μυριάδες παιχνιδιάρικους ηλιοκαθρέφτες των κυμάτων ξεπρόβαλε η κοπέλα με τη στολή κατάδυσης. Έριξε στο κοφίνι την ψαριά της την ώρα που ο ταβερνιάρης παραμέριζε τις λιγοστές νοικοκυρές που παραμόνευαν για να προλάβει τα καλύτερα κομμάτια.
Η ματιά του ζωγράφου αιχμαλωτίστηκε. Ατρόμητη. Σκληρή διαπραγματεύτρια. Λυγερή. Με βλέμμα σαν μόλις να ανακάθισε στην πέτρα της υπομονής.
Ο ζωγράφος έβγαλε το σημειωματάριό του, έφτιαξε το σκίτσο και το φύλαξε.
Είκοσι σχεδόν χρόνια αργότερα, το έβαλε στον καμβά. Νύχτες ολόκληρες τον ζωγράφιζε. Θυμήθηκε στα χείλια τη γραμμή. Προφητικά έδωσε στην κοπέλα το πρόσωπο της κόρης του. Το ίδιο ατρόμητη. Το ίδιο λυγερή. Με τον ίδιο αβόγκηχτο σπαραγμό.
Μα έφυγε απρόσμενα και δεν πρόλαβε ποτέ να ολοκληρώσει την Κοπέλα της Κέφαλος.